σταδιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σταδιακός < στάδι(ο) + -ακός < αρχαία ελληνική στάδιον
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sta.ði.aˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στα‐δι‐α‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
σταδιακός, -ή, -ό
- που γίνεται με τρόπο αργό και εξελικτικό κι όχι απότομα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σταδιακός