φετίχ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φετίχ < (άμεσο δάνειο) γαλλική fétiche (προφορά: fe.tiʃ) < πορτογαλική feitiço (ξόρκι) < λατινική facticius < factus + -icius < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος facio < πρωτοϊταλική *fakiō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰeh₁- (θέτω, βάζω)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φετίχ ουδέτερο άκλιτο
- αντικείμενο ή πλάσμα (συνήθως ζώο) που λατρεύεται από διάφορους πολιτισμούς για τις υπερφυσικές του ιδιότητες
- η σεξουαλική έλξη από κάτι ερωτικό ή μη
- (μεταφορικά) η απόδοση ανύπαρκτων ιδιοτήτων σε ένα αντικείμενο, συχνά -αλλά όχι πάντα- για ερωτική ικανοποίηση
- το φετίχ του είναι οι κόκκινες γόβες (τον διεγείρουν σεξουαλικά)
- το φετίχ τους είναι το χρήμα (το λατρεύουν σαν κάτι θεϊκό)
- Ούτε το ευρώ ούτε η δραχμή μπορεί να είναι φετίχ. (Εφημερίδα Καθημερινή, 30/3/2013)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- φετιχικός
- φετιχισμός
- φετιχιστής
- φετιχιστικά
- φετιχιστικός
- φετιχίστρια
- φετιχολάτρης
- φετιχολατρεία
- φετιχολάτρις
- φετιχολάτρισσα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα πορτογαλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊταλική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)