ἀρραβών

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Ἀρραβών

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀρραβών < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀρραβών

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀρραβών αρσενικό

  1. (οικονομία) προκαταβολή οικονομικής συμφωνίας, αρραβώνας
  2. μνηστεία, αρραβώνας

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Κλιτικοί τύποι[επεξεργασία]

λόγιοι τύποι (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο ἀρραβών) όπως

μεταγενέστεροι τύποι → δείτε από τον τύπο ἀρραβώνας όπως ἀρραβώνα (αιτιατική ενικού)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀρραβών οἱ ἀρραβῶνες
      γενική τοῦ ἀρραβῶνος τῶν ἀρραβώνων
      δοτική τῷ ἀρραβῶν τοῖς ἀρραβῶσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ἀρραβῶν τοὺς ἀρραβῶνᾰς
     κλητική ! ἀρραβών ἀρραβῶνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀρραβῶνε
γεν-δοτ τοῖν  ἀρραβώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀρραβών < πιθανό δάνειο σημιτικής προέλευσης , όπως η εβραϊκή עירבון (ʿērāḇōn, προκαταβολή), ή από άλλη γλώσσα της ανατολής[1]
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μεσαιωνικά ελληνικά: ἀρραβών, ἀρραβώνας νέα ελληνικά: αρραβώνας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀρραβών, -ῶνος αρσενικό

  1. (οικονομία) χρηματικό ποσό που δίνεται ως εγγύηση, προκαταβολή
  2. επίσημη υπόσχεση, δέσμευση
  3. (ελληνιστική σημασία) μνηστεία, αρραβώνας
    άλλες μορφές: ἀραβών

Παράγωγα[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ἀρραβών σελ.115 - Chantraine, Pierre Dictionnaire étymologique de la langue grecque. (DELG) [Ετυμολογικό λεξικό της αρχαίας ελληνικής] (στα γαλλικά) Παρίσι: Klincksieck, 1968, Τόμοι 1-4.

Πηγές[επεξεργασία]