παζάρι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 39: | Γραμμή 39: | ||
<!-- * {{br}} : {{τ|br|XXX}} --> |
<!-- * {{br}} : {{τ|br|XXX}} --> |
||
* {{fr}} : {{τ|fr|bazar}}, {{τ|fr|fête foraine}} |
* {{fr}} : {{τ|fr|bazar}}, {{τ|fr|fête foraine}} |
||
* {{de}} : {{τ|de|Markt}}, {{τ|de|Basar}} (1), {{τ|de|Handel}} (2) |
|||
<!-- * {{eo}} : {{τ|eo|XXX}} --> |
<!-- * {{eo}} : {{τ|eo|XXX}} --> |
||
<!-- * {{et}} : {{τ|et|XXX}} --> |
<!-- * {{et}} : {{τ|et|XXX}} --> |
Αναθεώρηση της 06:26, 11 Ιουλίου 2014
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παζάρι | τα | παζάρια |
γενική | του | παζαριού | των | παζαριών |
αιτιατική | το | παζάρι | τα | παζάρια |
κλητική | παζάρι | παζάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- παζάρι < μεσαιωνική ελληνική παζάρι(ο)ν < Πρότυπο:ετυμ tr pazar < Πρότυπο:ετυμ fa بازار (bâzâr) < μέση περσική wʾčʾl (wāzār, αγορά)
Ουσιαστικό
παζάρι
- η υπαίθρια αγορά
- η διαπραγμάτευση για την τιμή ενός προϊόντος μεταξύ εμπόρου και αγοραστή
Συγγενικά
- αλευροπάζαρο
- αλογοπάζαρο
- ανθρωποπάζαρο
- απαζάρευτα
- απαζάρευτος
- αποπάζαρα
- εμποροπάζαρο
- ζωοπάζαρο
- νυφοπάζαρο
- παζάρεμα
- παζαρεύω
- παζαριλίκι
- σκλαβοπάζαρο
- ψαροπάζαρο