πυροσβεστήρας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ αντικατάσταση # με *
συμπλήρωση λήμματος
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίση-'αγώνας'}}
{{προσχέδιο}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{π|πυρο-}} + {{λδδ|grc-koi|el|σβεστήρ}} απο την αιτιατική «{{λ|τόν|grc|τόν}}&nbsp;{{λ|σβεστῆρα|grc}}», {{μτφδ|en|el|text=1|fire extinguisher}}<ref>{{Π:ΛΚΝ}}</ref>
: '''{{PAGENAME}}''' < {{π|πυρο-}} + [[σβήνω]] + {{ετυ+}}

==={{προφορά}}===
{{ΔΦΑ|γλ=el|pi.ɾo.zveˈsti.ɾas}}
: {{συλλ|πυ|ρο|σβε|στή|ρας}}

==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{α}}
'''{{PAGENAME}}''' {{α}}
* κυλινδρικό δοχείο το οποίο περιέχει κατασβεστικό μέσο που θα εκλυθεί για να κατασβέσει μια φωτιά
* {{ετ|συσκευή}} κυλινδρικό [[δοχείο]], συνήθως [[φορητός|φορητό]] το οποίο περιέχει [[κατασβεστικός|κατασβεστικό]] μέσο που θα [[εκλύω|εκλυθεί]] για να κατασβέσει μια [[φωτιά]]
*: {{συνων}} [[κατασβεστήρας]]

===={{συγγενικά}}====
* [[πυρόσβεση]]
{{βλ|και=1|πυροσβέστης|πυρ|σβήνω}}


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
Γραμμή 32: Γραμμή 42:
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} -->

{{μτφ-μέση}}
{{μτφ-μέση}}
<!-- * {{la}} : {{τ|la|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{la}} : {{τ|la|ΧΧΧ}} -->
Γραμμή 52: Γραμμή 61:
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} -->

{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}

==={{αναφορές}}===
<references/>


{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 12:21, 4 Φεβρουαρίου 2021

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πυροσβεστήρας οι πυροσβεστήρες
      γενική του πυροσβεστήρα των πυροσβεστήρων
    αιτιατική τον πυροσβεστήρα τους πυροσβεστήρες
     κλητική πυροσβεστήρα πυροσβεστήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πυροσβεστήρας < πυρο- + (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σβεστήρ απο την αιτιατική «τόν σβεστῆρα», μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική fire extinguisher[1]

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
τυπογραφικός συλλαβισμός: πυ‐ρο‐σβε‐στή‐ρας

Ουσιαστικό

πυροσβεστήρας αρσενικό

Συγγενικά

→ και δείτε τις λέξεις πυροσβέστης, πυρ και σβήνω

Μεταφράσεις

Αναφορές