έκλειψη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ pwb.py ενημέρωση ΔΦΑ |
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις |
||
Γραμμή 20: | Γραμμή 20: | ||
===={{βλέπε}}==== |
===={{βλέπε}}==== |
||
{{ΒΠ}} |
{{ΒΠ}} |
||
{{clear}} |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
||
{{μτφ-αρχή}} |
{{μτφ-αρχή}} |
Αναθεώρηση της 16:38, 25 Μαΐου 2021
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | έκλειψη | οι | εκλείψεις |
γενική | της | έκλειψης* | των | εκλείψεων |
αιτιατική | την | έκλειψη | τις | εκλείψεις |
κλητική | έκλειψη | εκλείψεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκλείψεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- έκλειψη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἔκλειψις < ἐκλείπω < λείπω
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐κλει‐ψη
Ουσιαστικό
έκλειψη θηλυκό
- Πρότυπο:αστρον το φαινόμενο κατά το οποίο ένα ουράνιο σώμα εισέρχεται στη σκιά ενός άλλου ουράνιου σώματος, με αποτέλεσμα να χάνει μέρος της φωτεινότητάς του ή να μην μπορεί να παρατηρηθεί ολόκληρο ή μέρος του
Συγγενικά
- εκλειπτικός
- → δείτε τις λέξεις εκλείπω και λείπω
Δείτε επίσης
- έκλειψη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
έκλειψη
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες προφορές (νέα ελληνικά)
- Λέξεις χωρίς προφορά στο πρότυπο ΔΦΑ
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)