προσβολή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ pwb.py ΔΦΑ - ipa 1st parameter language code |
μ PAWS - συντήρηση: αφαίρεση μτφ-μέση από τις Μεταφράσεις |
||
Γραμμή 67: | Γραμμή 67: | ||
<!-- * {{lv}} : {{τ|lv|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{lv}} : {{τ|lv|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{lt}} : {{τ|lt|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{lt}} : {{τ|lt|ΧΧΧ}} --> |
||
{{μτφ-μέση}} |
|||
<!-- * {{lb}} : {{τ|lb|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{lb}} : {{τ|lb|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{ms}} : {{τ|ms|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{ms}} : {{τ|ms|ΧΧΧ}} --> |
Αναθεώρηση της 02:48, 3 Φεβρουαρίου 2022
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προσβολή < αρχαία ελληνική προσβολή < προσβάλλω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾo.zvoˈli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐σβο‐λή
- παλιότερος συλλαβισμός : προσ‐βο‐λή
Ουσιαστικό
προσβολή θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προσβάλλω· η φυσική, λεκτική ή ηθική επίθεση ή βιαιοπραγία ή κτύπημα που έχει σα σκοπό να καταστρέψει, συνήθως:
- κάποιον στρατιωτικό στόχο
- η προσβολή των εχθρικών θέσεων με πυρά πυροβολικού άρχισε στις 6 το πρωί
- την υγεία
- η πληγή που έμεινε ανοιχτή είχε σαν αποτέλεσμα την προσβολή της υγείας του ατόμου από διάφορα βακτηρίδια
- της ηθική και την αξιοπρέπεια
- δεν έχει ξεπεράσει ακόμα την προσβολή που του έγινε από τον γείτονα επάνω στο γλέντι
- (συνεκδοχικά) (μεταφορικά) υποτίμηση
- αυτό είναι προσβολή στη νοημοσύνη μας
- κάποιον στρατιωτικό στόχο
- (νομικός όρος) αμφισβήτηση της εγκυρότητας