Μόρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Μόρα | οι | Μόρες |
γενική | της | Μόρας | — | |
αιτιατική | τη | Μόρα | τις | Μόρες |
κλητική | Μόρα | Μόρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Μόρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Μόρα < ιταλική Mora < λατινική Maura, θηλυκό του Maurus < ελληνιστική κοινή μαῦρος / μαυρός < αρχαία ελληνική ἀμαυρός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mau-ro- (ανήλιαγος, μαύρος, σκοτεινός)
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Μόρα θηλυκό
- (εθνικό όνομα) (παρωχημένο) μαύρη γυναίκα αραβικής καταγωγής
- οικισμός της Κύπρου στο κατεχόμενο από τους Τούρκους τμήμα της
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Μόρα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Εθνικά ονόματα (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί της Κύπρου (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Κύπρου (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)