Πιστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Πιστικός οι Πιστικοί
      γενική του Πιστικού των Πιστικών
    αιτιατική τον Πιστικό τους Πιστικούς
     κλητική Πιστικέ Πιστικοί
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σολωμός (κλίση: ναός)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Πιστικός < πιστικός

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Πιστικός αρσενικό (θηλυκό Πιστικού)

Μεταγραφές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Πιστικός οἱ Πιστικοί
      γενική τοῦ Πιστικοῦ τῶν Πιστικῶν
      δοτική τῷ Πιστικ τοῖς Πιστικοῖς
    αιτιατική τὸν Πιστικόν τοὺς Πιστικούς
     κλητική ! Πιστικέ Πιστικοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Πιστικώ
γεν-δοτ τοῖν  Πιστικοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Πιστικός < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Πιστικός αρσενικό

Αναφορές[επεξεργασία]