αντιεμπορικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιεμπορικός < αντι- + εμπορικός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική uncommerical[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /an.di.em.bo.ɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐ε‐μπο‐ρι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
αντιεμπορικός, -ή, -ό
- που δεν συμβάλλει στην πρόοδο ή προώθηση του εμπορίου
- που δεν πουλάει πολύ, που είναι αντισυμβατικός και δεν ικανοποιεί την πλειοψηφία
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιεμπορικός
[επεξεργασία]
- ↑ αντιεμπορικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αντι- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)