αὐτάρκης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
αὐταρκεσ- | ||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | αὐτάρκης | τὸ | αὔταρκες | ||
γενική | τοῦ/τῆς | αὐτάρκους | τοῦ | αὐτάρκους | ||
δοτική | τῷ/τῇ | αὐτάρκει | τῷ | αὐτάρκει | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | αὐτάρκη | τὸ | αὔταρκες | ||
κλητική ὦ! | αὔταρκες | αὔταρκες | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | αὐτάρκεις | τὰ | αὐτάρκη | ||
γενική | τῶν | αὐτάρκων | τῶν | αὐτάρκων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | αὐτάρκεσῐ(ν) | τοῖς | αὐτάρκεσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | αὐτάρκεις | τὰ | αὐτάρκη | ||
κλητική ὦ! | αὐτάρκεις | αὐτάρκη | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αὐτάρκει | τὼ | αὐτάρκει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | αὐτάρκοιν | τοῖν | αὐτάρκοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'συνήθης' όπως «συνήθης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]αὐτάρκης, -ης, αὔταρκες, συγκριτικός : αὐταρκέστερος, υπερθετικός : αὐταρκέστατος
- ο απόλυτα επαρκής και ικανός προς κάτι συγκεκριμένο
- η ποσότητα που είναι αρκετή, ίσως και άφθονη (όπως, σίτου, ύδατος)
- o αυτοδύναμος, ο αυτάρκης αυτός που μπορεί να τα βγάλει πέρα μόνος του
- ↪ χώρα αὐτάρκης (που δεν χρειάζεται να κάνει εισαγωγές)
- ↪ οὐκ αὐτάρκης ἀλλά πολλῶν ἐνδεής
- ο γερός, ο εύρωστος, ο υγιής
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 2, 51.3
- σῶμά τε αὔταρκες ὂν οὐδὲν διεφάνη πρὸς αὐτὸ ἰσχύος πέρι ἢ ἀσθενείας, ἀλλὰ πάντα ξυνῄρει
- γεροί και ασθενικοί αποδείχτηκαν το ίδιο ανίκανοι να αντισταθούν (στην αρρώστια) και όλους τους πήρε το ίδιο μαζί της
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
Μετάφραση: Ελευθέριος Βενιζέλος Ανθολογία
- σῶμά τε αὔταρκες ὂν οὐδὲν διεφάνη πρὸς αὐτὸ ἰσχύος πέρι ἢ ἀσθενείας, ἀλλὰ πάντα ξυνῄρει
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 2, 51.3
Παράγωγα
[επεξεργασία]- αὔταρκες (ουδέτερο)
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις αὐτός και ἀρκέω
Πηγές
[επεξεργασία]- αὐτάρκης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αὐτάρκης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα με κλίση όπως το 'συνήθης' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'συνήθης' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αὐτ- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Θουκυδίδη (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)