δάνεισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δάνεισμα τα δανείσματα
      γενική του δανείσματος των δανεισμάτων
    αιτιατική το δάνεισμα τα δανείσματα
     κλητική δάνεισμα δανείσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δάνεισμα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δάνεισμα [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈða.ni.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δά‐νει‐σμα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δάνεισμα ουδέτερο

  1. (προφορικό) συνώνυμο του δανεισμός
  2. (επίσημο) το ποσό δανείου [2]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις δανείζω και δάνειον

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. δάνεισμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. δάνεισμαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ δάνεισμᾰ τὰ δανείσμᾰτ
      γενική τοῦ δανείσμᾰτος τῶν δανεισμᾰ́των
      δοτική τῷ δανείσμᾰτ τοῖς δανείσμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ δάνεισμᾰ τὰ δανείσμᾰτ
     κλητική ! δάνεισμᾰ δανείσμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δανείσμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  δανεισμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δάνεισμα < δανείζω, δανεισ- + -μα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δάνεισμα, -ατος ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις δανείζω, δάνειον και δάνος