διαλεχτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαλεχτός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
διαλεχτός, -ή, -ό
- που ξεχωρίζει για την ποιότητά του, τα θετικά χαρακτηριστικά του, εκλεκτός
- επιλεγμένος, διαλεγμένος συνειδητά
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαλεχτός
|