δυσέκνιπτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δυσέκνιπτος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]δυσέκνιπτος, -ος, -ον
- που είναι δύσκολο να ξεπλυθεί, να καθαριστεί
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Γαληνός, De compositione medicamentorum secundum locos I-VI, 1.2, p. 12.386 @scaife.perseus
- ἐθεραπεύθησαν οὖν πάντες οὕτως, οὐ μὴν ἐπί γε τῶν ἤδη κεχρονισμένων ἐπεχείρησα τῇ τοιαύτῃ πείρᾳ, δυσέκνιπτοι γὰρ ἐπὶ τούτων εἰσὶν οἱ ἐνιζηκότες ἰχῶρες τῷ δέρματι.
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Γαληνός, De compositione medicamentorum secundum locos I-VI, 1.2, p. 12.386 @scaife.perseus
- (μεταφορικά) που είναι δύσκολο να εξαλειφθεί
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 2, 378e (378d-378e)
- ὁ γὰρ νέος οὐχ οἷός τε κρίνειν ὅτι τε ὑπόνοια καὶ ὃ μή, ἀλλ᾽ ἃ ἂν τηλικοῦτος ὢν λάβῃ ἐν ταῖς δόξαις δυσέκνιπτά τε καὶ ἀμετάστατα φιλεῖ γίγνεσθαι· ὧν δὴ ἴσως ἕνεκα περὶ παντὸς ποιητέον ἃ πρῶτα ἀκούουσιν ὅτι κάλλιστα μεμυθολογημένα πρὸς ἀρετὴν ἀκούειν.
- Γιατί ο νέος δεν είναι σε θέση να κρίνει τί είναι αλληγορία και τί δεν είναι, μα όσα εντυπωθούν απ᾽ αυτή την ηλικία στο πνεύμα του δύσκολο είναι συνήθως να εξαλειφθούν και να μετακινηθούν από κει μέσα· γι᾽ αυτό ίσως πρέπει να δώσομε τη μεγαλύτερη σημασία, οι πρώτοι λόγοι που ακούει το παιδί να είναι όσο μπορεί καταλληλότεροι να το οδηγούν στην αρετή.
- Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
- ὁ γὰρ νέος οὐχ οἷός τε κρίνειν ὅτι τε ὑπόνοια καὶ ὃ μή, ἀλλ᾽ ἃ ἂν τηλικοῦτος ὢν λάβῃ ἐν ταῖς δόξαις δυσέκνιπτά τε καὶ ἀμετάστατα φιλεῖ γίγνεσθαι· ὧν δὴ ἴσως ἕνεκα περὶ παντὸς ποιητέον ἃ πρῶτα ἀκούουσιν ὅτι κάλλιστα μεμυθολογημένα πρὸς ἀρετὴν ἀκούειν.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 2, 378e (378d-378e)
Παράγωγα
[επεξεργασία]- δυσεκνίπτως (επίρρημα)
Πηγές
[επεξεργασία]- δυσέκνιπτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δυσέκνιπτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα με κλίση όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Γαληνό (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα από ιατρικά κείμενα (ελληνιστική κοινή)
- Μεταφορικοί όροι (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Πλάτωνα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)