εσπαντρίγια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εσπαντρίγια οι εσπαντρίγιες
      γενική της εσπαντρίγιας
    αιτιατική την εσπαντρίγια τις εσπαντρίγιες
     κλητική εσπαντρίγια εσπαντρίγιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
εσπαντρίγιες

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εσπαντρίγια < γαλλική espadrille < οξιτανική espardilha < espart < λατινική spartum < αρχαία ελληνική σπάρτον (αντιδάνειο)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.spanˈdri.ʝa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐σπα‐ντρί‐για

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εσπαντρίγια θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • Espadrille στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]