θρεμμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θρεμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τρέφω και θρέφω
Μετοχή[επεξεργασία]
θρεμμένος, -η, -ο
- που τρέφεται καλά και έχει την ανάλογη σωματική διάπλαση
- αναθρεμμένος (με έναν ορισμένο τρόπο)