ιπποπόταμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ιπποπόταμος | οι | ιπποπόταμοι |
γενική | του | ιπποπόταμου & ιπποποτάμου |
των | ιπποπόταμων & ιπποποτάμων |
αιτιατική | τον | ιπποπόταμο | τους | ιπποπόταμους & ιπποποτάμους |
κλητική | ιπποπόταμε | ιπποπόταμοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ιπποπόταμος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἱπποπόταμος < αρχαία ελληνική ἵππος (ιππο-) + ποταμ(ός) + κατάληξη -ος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /i.poˈpo.ta.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ιπ‐πο‐πό‐τα‐μος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ιπποπόταμος αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) χοντρό αμφίβιο τετράποδο θηλαστικό, ανήκει στην οικογένεια των Παχυδέρμων, ζει στα μεγάλα ποτάμια και λίμνες της Αφρικής
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ιπποπόταμος
Πηγές
[επεξεργασία]- ιπποπόταμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ιπποπόταμος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ιππο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θηλαστικά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)