καμεραλισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καμεραλισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Kameralismus < μεσαιωνική λατινική cameralis < λατινική camera < αρχαία ελληνική καμάρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καμεραλισμός αρσενικό
- (οικονομία, ιστορία) οικονομική θεωρία και πρακτική, ιδίως στη Γερμανία από τον 16ο ως τον 19ο αιώνα, που στόχευε στην ισχυρή διαχείριση μιας συγκεντρωτικής οικονομίας προς όφελος κυρίως του κράτους
Συγγενικά[επεξεργασία]
- καμεραλιστής
- καμεραλιστικός
- → δείτε τις λέξεις κάμερα και καμάρα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- cameralism στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καμεραλισμός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)