καρπάλιμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / καρπάλιμος τὸ καρπάλιμον
      γενική τοῦ/τῆς καρπαλίμου τοῦ καρπαλίμου
      δοτική τῷ/τῇ καρπαλίμ τῷ καρπαλίμ
    αιτιατική τὸν/τὴν καρπάλιμον τὸ καρπάλιμον
     κλητική ! καρπάλιμε καρπάλιμον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ καρπάλιμοι τὰ καρπάλιμ
      γενική τῶν καρπαλίμων τῶν καρπαλίμων
      δοτική τοῖς/ταῖς καρπαλίμοις τοῖς καρπαλίμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς καρπαλίμους τὰ καρπάλιμ
     κλητική ! καρπάλιμοι καρπάλιμ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ καρπαλίμω τὼ καρπαλίμω
      γεν-δοτ τοῖν καρπαλίμοιν τοῖν καρπαλίμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καρπάλιμος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

καρπάλιμος, -ος, -ον

  1. γρήγορος, ταχύς
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 16 (Π. Πατρόκλεια.), στίχ. 342 (342-343)
    Μηριόνης δ᾽ Ἀκάμαντα κιχεὶς ποσὶ καρπαλίμοισι | νύξ᾽ ἵππων ἐπιβησόμενον κατὰ δεξιὸν ὦμον·
    Και ο Μηριόνης γρήγορα προφθάνει και λογχίζει | στον ώμον τον Ακάμαντα, που ανέβαινε στ᾽ αμάξι·
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  2. ανυπόμονος, πρόθυμος, αδηφάγος
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 12. Μίδᾳ αὐλητῇ Ἀκραγαντίνῳ, 20 (12.20)
    ἐκ καρπαλιμᾶν γενύων
    από τα αδηφάγα σαγόνια
    Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]