κεντροποιημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κεντροποιημένος (νεολογισμός) < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική centralized
Μετοχή[επεξεργασία]
κεντροποιημένος
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κεντροποιώ: διαδικασίες, ενέργειες ή υπηρεσίες, που γίνονται σε κεντρικό επίπεδο
- ※ Ο όρος «κεντροποιημένος οργανισμός» (centralized institution) είναι κάτι πολύ συνηθισμένο στην παραδοσιακή μας οικονομία, καθώς ουσιαστικά αναφέρεται στις γνωστές μας …επιχειρήσεις. Σε οργανισμούς δηλαδή οι οποίοι τείνουν να έχουν μια πυραμιδοειδή οργάνωση, όπου ο έλεγχος (και η ευθύνη) συγκεντρώνεται σε έναν μικρό αριθμό ανθρώπων, ίσως και σε έναν μόνο άνθρωπο (όπως ο Sam Bankman-Fried – SBF της FTX).
- Νικόλαος Δασκαλάκης - Παναγιώτης Γεωργιτσέας, «Αποκεντρωμένη Χρηματοοικονομική»: Τεχνολογική καινοτομία ή νέα αρχιτεκτονική;, Οικονομικός Ταχυδρόμος, 21-02-2023 @ot.gr, ημερομηνία ανάκτησης: 20-10-2023.
- ※ η στενή διασύνδεση των συνεταιριστικών τραπεζών με την τοπική οικονομία και κοινωνία τούς παρέχει ορισμένα πλεονεκτήματα. Λόγω της ιδιαίτερης γνώσης που έχουν για τα τοπικά δρώμενα, οι συνεταιριστικές τράπεζες θεωρητικά επηρεάζονται σε μικρότερο βαθμό από το πρόβλημα της ασύμμετρης πληροφόρησης, όπου ο δανειολήπτης έχει καλύτερη γνώση από ό,τι ο πιστωτής για τις οικονομικές συνθήκες και προοπτικές μιας επιχείρησης. Το φαινόμενο αυτό είναι πιο έντονο στις μεγάλου μεγέθους τράπεζες με κεντροποιημένες πιστοδοτικές διαδικασίες, οι οποίες είναι αναπόφευκτα αποξενωμένες από την τοπική κοινωνία.
- Θεόδωρος Μητράκος, Ομιλία του Υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Θεόδωρου Μητράκου στο συνέδριο της Ένωσης Συνεταιριστικών Τραπεζών Ελλάδος με θέμα: «Το νέο τραπεζικό τοπίο και ο ρόλος των Συνεταιριστικών Τραπεζών», 10-07-2018 @bankofgreece.gr, ημερομηνία ανάκτησης: 20-10-2023.
- ※ Ο όρος «κεντροποιημένος οργανισμός» (centralized institution) είναι κάτι πολύ συνηθισμένο στην παραδοσιακή μας οικονομία, καθώς ουσιαστικά αναφέρεται στις γνωστές μας …επιχειρήσεις. Σε οργανισμούς δηλαδή οι οποίοι τείνουν να έχουν μια πυραμιδοειδή οργάνωση, όπου ο έλεγχος (και η ευθύνη) συγκεντρώνεται σε έναν μικρό αριθμό ανθρώπων, ίσως και σε έναν μόνο άνθρωπο (όπως ο Sam Bankman-Fried – SBF της FTX).
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αποκεντροποίηση
- κεντροποίηση
- → δείτε τις λέξεις αποκεντρώνω και κέντρο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κεντροποιημένος
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αγαπημένος' (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)