κουβεντιασμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κουβεντιασμένος η κουβεντιασμένη το κουβεντιασμένο
      γενική του κουβεντιασμένου της κουβεντιασμένης του κουβεντιασμένου
    αιτιατική τον κουβεντιασμένο την κουβεντιασμένη το κουβεντιασμένο
     κλητική κουβεντιασμένε κουβεντιασμένη κουβεντιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κουβεντιασμένοι οι κουβεντιασμένες τα κουβεντιασμένα
      γενική των κουβεντιασμένων των κουβεντιασμένων των κουβεντιασμένων
    αιτιατική τους κουβεντιασμένους τις κουβεντιασμένες τα κουβεντιασμένα
     κλητική κουβεντιασμένοι κουβεντιασμένες κουβεντιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κουβεντιασμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου κουβεντιάζω

Μετοχή[επεξεργασία]

κουβεντιασμένος, -η, -ο

  1. που τον κουβεντιάζουν
  2. (μεταφορικά) που τον κουτσομπολεύουν, που έχει γίνει θέμα κουτσομπολιού, κουτσομπολεμένος
     συνώνυμα: κουτσομπολεμένος
     αντώνυμα: ακουτσομπόλευτος

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]