μαύρος πάγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαύρος πάγος οι μαύροι πάγοι
      γενική του μαύρου πάγου των μαύρων πάγων
    αιτιατική τον μαύρο πάγο τους μαύρους πάγους
     κλητική μαύρε πάγε μαύροι πάγοι
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαύρος πάγος < → δείτε τις λέξεις μαύρος και πάγος• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈma.vɾos ˈpa.ɣos/

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

μαύρος πάγος αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]