μπαγιάτικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπαγιάτικος < μεσαιωνική ελληνική μπαγιάτι (ουδέτερο για αμάρτυρο τύπο *μπαγιάτ(ης) [1] + -ικος < οθωμανική τουρκική بیات (τουρκική bayat) < αραβική بائت (bā̕it, ψωμί περασμένης νύχτας, παλιό) [2]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /baˈʝa.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπα‐γιά‐τι‐κος
Επίθετο
[επεξεργασία]μπαγιάτικος, -η, -ο
- (για τρόφιμα) που έχει αρκετά παλιά ημερομηνία παραγωγής / παρασκευής και η γεύση του, η όψη του και η οσμή του δεν το κάνουν πια ελκυστικό για κατανάλωση
- (μεταφορικά) παλιός, παρωχημένος
- ↪ αυτή η είδηση είναι πια μπαγιάτικη
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μπαγιάτικος (για τρόφιμα)
|
(μεταφορική σημασία)
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ μπαγιάτικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Παραγωγή λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικος (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)