ντοκιμαντερικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ντοκιμαντερικός < ντοκιμαντέρ + -ικός < γαλλική documentaire < document + -aire < λατινική documentum < doceo < πρωτοϊταλική *dokeō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *deḱ-
Επίθετο[επεξεργασία]
ντοκιμαντερικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με το ντοκιμαντέρ, συμβάλλει ή αναφέρεται σ' αυτό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ντοκιμαντερικός αρσενικό
- που δημιουργεί ντοκιμαντέρ ή τα χρησιμοποιεί ως (κύριο) μέσο έκφρασης
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ντοκιμαντέρ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ντοκιμαντερικός
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)