ντοκιμαντερικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ντοκιμαντερικός η ντοκιμαντερική το ντοκιμαντερικό
      γενική του ντοκιμαντερικού της ντοκιμαντερικής του ντοκιμαντερικού
    αιτιατική τον ντοκιμαντερικό την ντοκιμαντερική το ντοκιμαντερικό
     κλητική ντοκιμαντερικέ ντοκιμαντερική ντοκιμαντερικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ντοκιμαντερικοί οι ντοκιμαντερικές τα ντοκιμαντερικά
      γενική των ντοκιμαντερικών των ντοκιμαντερικών των ντοκιμαντερικών
    αιτιατική τους ντοκιμαντερικούς τις ντοκιμαντερικές τα ντοκιμαντερικά
     κλητική ντοκιμαντερικοί ντοκιμαντερικές ντοκιμαντερικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ντοκιμαντερικός < ντοκιμαντέρ + -ικός < γαλλική documentaire < document +‎ -aire < λατινική documentum < doceo < πρωτοϊταλική *dokeō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *deḱ-

Επίθετο[επεξεργασία]

ντοκιμαντερικός, -ή, -ό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ντοκιμαντερικός αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]