πεντηκόντορος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πεντηκόντορος < αρχαία ελληνική πεντηκόντορος < πεντήκοντα + ἐρέσσω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pen.diˈkon.do.ros/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ντη‐κό‐ντο‐ρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πεντηκόντορος θηλυκό
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πεντηκόντορος
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πεντηκόντορος | αἱ | πεντηκόντοροι |
γενική | τῆς | πεντηκοντόρου | τῶν | πεντηκοντόρων |
δοτική | τῇ | πεντηκοντόρῳ | ταῖς | πεντηκοντόροις |
αιτιατική | τὴν | πεντηκόντορον | τὰς | πεντηκοντόρους |
κλητική ὦ! | πεντηκόντορε | πεντηκόντοροι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πεντηκοντόρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πεντηκοντόροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πεντηκόντορος < πεντήκοντα + ἐρέσσω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πεντηκόντορος θηλυκό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- πεντηκόντορος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πεντηκόντορος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ήπειρος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)