πεντηκόντορος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πεντηκόντορος οι πεντηκόντοροι
      γενική της πεντηκοντόρου των πεντηκοντόρων
    αιτιατική την πεντηκόντορο τις πεντηκοντόρους
     κλητική πεντηκόντορε
(πεντηκόντορο)
πεντηκόντοροι
Κατηγορία όπως «ήπειρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μοντέλο πεντηκοντόρου του 5ου αιώνα π.Κ.Ε. σε μουσείο

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πεντηκόντορος < αρχαία ελληνική πεντηκόντορος < πεντήκοντα + ἐρέσσω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pen.diˈkon.do.ros/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ντη‐κό‐ντο‐ρος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πεντηκόντορος θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πεντηκόντορος αἱ πεντηκόντοροι
      γενική τῆς πεντηκοντόρου τῶν πεντηκοντόρων
      δοτική τῇ πεντηκοντόρ ταῖς πεντηκοντόροις
    αιτιατική τὴν πεντηκόντορον τὰς πεντηκοντόρους
     κλητική ! πεντηκόντορε πεντηκόντοροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πεντηκοντόρω
γεν-δοτ τοῖν  πεντηκοντόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πεντηκόντορος < πεντήκοντα + ἐρέσσω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πεντηκόντορος θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]