πολυπληθέστατος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυπληθέστατος η πολυπληθέστατη το πολυπληθέστατο
      γενική του πολυπληθέστατου της πολυπληθέστατης του πολυπληθέστατου
    αιτιατική τον πολυπληθέστατο την πολυπληθέστατη το πολυπληθέστατο
     κλητική πολυπληθέστατε πολυπληθέστατη πολυπληθέστατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυπληθέστατοι οι πολυπληθέστατες τα πολυπληθέστατα
      γενική των πολυπληθέστατων των πολυπληθέστατων των πολυπληθέστατων
    αιτιατική τους πολυπληθέστατους τις πολυπληθέστατες τα πολυπληθέστατα
     κλητική πολυπληθέστατοι πολυπληθέστατες πολυπληθέστατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολυπληθέστατος < πολυπληθ(ής) + -έστατος

Επίθετο[επεξεργασία]

πολυπληθέστατος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική πολυπληθέστατος πολυπληθεστάτη τὸ πολυπληθέστατον
      γενική τοῦ πολυπληθεστάτου τῆς πολυπληθεστάτης τοῦ πολυπληθεστάτου
      δοτική τῷ πολυπληθεστάτ τῇ πολυπληθεστάτ τῷ πολυπληθεστάτ
    αιτιατική τὸν πολυπληθέστατον τὴν πολυπληθεστάτην τὸ πολυπληθέστατον
     κλητική ! πολυπληθέστατε πολυπληθεστάτη πολυπληθέστατον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ πολυπληθέστατοι αἱ πολυπληθέσταται τὰ πολυπληθέστατ
      γενική τῶν πολυπληθεστάτων τῶν πολυπληθεστάτων τῶν πολυπληθεστάτων
      δοτική τοῖς πολυπληθεστάτοις ταῖς πολυπληθεστάταις τοῖς πολυπληθεστάτοις
    αιτιατική τοὺς πολυπληθεστάτους τὰς πολυπληθεστάτᾱς τὰ πολυπληθέστατ
     κλητική ! πολυπληθέστατοι πολυπληθέσταται πολυπληθέστατ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πολυπληθεστάτω τὼ πολυπληθεστάτ τὼ πολυπληθεστάτω
      γεν-δοτ τοῖν πολυπληθεστάτοιν τοῖν πολυπληθεστάταιν τοῖν πολυπληθεστάτοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «μέγιστος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολυπληθέστατος < πολυπληθ(ής) + -έστατος

Επίθετο[επεξεργασία]

πολυπληθέστατος, -η, -ο