πυκνογραμμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
πυκνογραμμένος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) που είναι πυκνά γραμμένος, χωρίς κενά ανάμεσα στα γράμματα ή τους στίχους
- (μεταφορικά) που το νόημά του είναι μεστό, χωρίς χάσματα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πυκνογραμμένος