πύργος ελέγχου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πύργος ελέγχου | οι | πύργοι ελέγχου |
γενική | του | πύργου ελέγχου | των | πύργων ελέγχου |
αιτιατική | τον | πύργο ελέγχου | τους | πύργους ελέγχου |
κλητική | πύργε ελέγχου | πύργοι ελέγχου | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈpiɾ.ɣos eˈleŋ.xu/
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]πύργος ελέγχου αρσενικό
- (αεροπορικός όρος) κτίριο του αεροδρομίου από το οποίο ασκείται ο έλεγχος εναέριας κυκλοφορίας για την κίνηση των αεροσκαφών εντός και γύρω από το αεροδρόμιο[1]
- κτίριο ελέγχου κίνησης άλλων μέσων όπως τρένα ή πλοία σε σταθμούς ή λιμάνια
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πύργος ελέγχου
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ πύργος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Κλίση αρσενικών πολυλεκτικών όρων με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αεροπορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)