πύργος ελέγχου

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πύργος ελέγχου οι πύργοι ελέγχου
      γενική του πύργου ελέγχου των πύργων ελέγχου
    αιτιατική τον πύργο ελέγχου τους πύργους ελέγχου
     κλητική πύργε ελέγχου πύργοι ελέγχου
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πύργος ελέγχου < → δείτε τις λέξεις πύργος και έλεγχος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈpiɾ.ɣos eˈleŋ.xu/

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

Ο πύργος ελέγχου του αεροδρομίου του Παλέρμο στην Ιταλία

πύργος ελέγχου αρσενικό

  1. (αεροπορικός όρος) κτίριο του αεροδρομίου από το οποίο ασκείται ο έλεγχος εναέριας κυκλοφορίας για την κίνηση των αεροσκαφών εντός και γύρω από το αεροδρόμιο[1]
  2. κτίριο ελέγχου κίνησης άλλων μέσων όπως τρένα ή πλοία σε σταθμούς ή λιμάνια

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]