σπαγκάτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σπαγκάτο τα σπαγκάτα
      γενική του σπαγκάτου των σπαγκάτων
    αιτιατική το σπαγκάτο τα σπαγκάτα
     κλητική σπαγκάτο σπαγκάτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Κορίτσι που κάνει σπαγκάτο

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σπαγκάτο < ιταλική spaccata• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /spaɲˈga.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπα‐γκά‐το

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σπαγκάτο ουδέτερο

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • σπαγκάτο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)