στόχασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στόχασμα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική στόχασμα (βλήμα, ακόντιο) < στοχάζομαι + -μα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈsto.xa.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στό‐χα‐ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στόχασμα ουδέτερο
- (λαϊκότροπο, λογοτεχνικό) άλλη μορφή του στοχασμός
Παράγωγα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις στοχάζομαι και στόχος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στόχασμα
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | στόχασμᾰ | τὰ | στοχάσμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | στοχάσμᾰτος | τῶν | στοχασμᾰ́των |
δοτική | τῷ | στοχάσμᾰτῐ | τοῖς | στοχάσμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | στόχασμᾰ | τὰ | στοχάσμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | στόχασμᾰ | στοχάσμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στοχάσμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | στοχασμᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στόχασμα < στοχάζομαι + -μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στόχασμα ουδέτερο
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Βάκχαι, στίχ. 1205
- οὐκ ἀγκυλωτοῖς Θεσσαλῶν στοχάσμασιν
- όχι μ' ιμαντόδετα θεσσαλικά ακόντια
- οὐκ ἀγκυλωτοῖς Θεσσαλῶν στοχάσμασιν
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Βάκχαι, στίχ. 1205
Πηγές[επεξεργασία]
- στόχασμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στόχασμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Λογοτεχνικό ύφος (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ὄνομα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ὄνομα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μα (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ευριπίδη (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)