υπεργεγραμμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπεργεγραμμένος < ελληνιστική κοινή ὑπεργεγραμμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ὑπεργράφω < ὑπέρ + αρχαία ελληνική γράφω
Επίθετο[επεξεργασία]
υπεργεγραμμένος
- που έχει γραφεί πάνω από κάτι άλλο
- ※ Το μη(νός) αποδίδεται με συνήθη βραχυγραφία (M με υπεργεγραμμένο μικρότερων διαστάσεων H). (Μαίρη–Ηλέκτρα Ζάχου–Κοντογιάννη, «Απελευθερωτικές επιγραφές Αιγινίου (Καλαμπάκας)», Εγνατία, 7 (2003) σελ. 47)
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπεργεγραμμένος
|
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αγαπημένος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)