φακή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Φακής
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φακή οι φακές
      γενική της φακής των φακών
    αιτιατική τη φακή τις φακές
     κλητική φακή φακές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Φυτό της φακής.
Φακές.
Ένα πιάτο φακές σε σούπα.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φακή < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική φακῆ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φακή θηλυκό

  1. (φυτό) αγγειόσπερμο δικότυλο φυτό της οικογένειας των Κυαμοειδών και στην τάξη των Κυαμωδών
  2. (όσπριο) ο καρπός του φυτού
  3. (γαστρονομία, συνήθως στον πληθυντικό) φακές: το φαγητό με φακές
    Οι φακές είναι νόστιμες και έχουν βιταμίνες και σίδηρο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]