ἁλουργής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἁλουργής τὸ ἁλουργές
      γενική τοῦ/τῆς ἁλουργοῦς τοῦ ἁλουργοῦς
      δοτική τῷ/τῇ ἁλουργεῖ τῷ ἁλουργεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἁλουργ τὸ ἁλουργές
     κλητική ! ἁλουργές ἁλουργές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἁλουργεῖς τὰ ἁλουργ
      γενική τῶν ἁλουργῶν τῶν ἁλουργῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ἁλουργέσ(ν) τοῖς ἁλουργέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἁλουργεῖς τὰ ἁλουργ
     κλητική ! ἁλουργεῖς ἁλουργ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἁλουργεῖ τὼ ἁλουργεῖ
      γεν-δοτ τοῖν ἁλουργοῖν τοῖν ἁλουργοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἁλουργής < ἁλ- + -ουργής. Μορφολογικά αναλύεται σε ἅλς (θάλασσα) + ἔργον

Επίθετο[επεξεργασία]

ἁλουργής, -ής, -ές

  • που έχει γνήσιο πορφυρό χρώμα, κατασκευασμένος στη θάλασσα, πορφυρός
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Πλάτων, Πολιτεία, 4, 429d
    Οὐκοῦν οἶσθα, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὅτι οἱ βαφῆς, ἐπειδὰν βουληθῶσι βάψαι ἔρια ὥστ᾽ εἶναι ἁλουργά, πρῶτον μὲν ἐκλέγονται ἐκ τοσούτων χρωμάτων μίαν φύσιν τὴν τῶν λευκῶν, ἔπειτα προπαρασκευάζουσιν, οὐκ ὀλίγῃ παρασκευῇ θεραπεύσαντες ὅπως δέξεται ὅτι μάλιστα τὸ ἄνθος, καὶ οὕτω δὴ βάπτουσι.
    Ξέρεις λοιπόν πως οι βαφείς, όταν θέλουν να βάψουν τα μαλλιά πορφυροκόκκινα, διαλέγουν πρώτα από τα τόσα χρώματα ένα είδος, τα λευκά, έπειτα τα υποβάλλουν με μεγάλη επιμέλεια σε όχι μικρή επεξεργασία, για να κρατήσουν όσο μπορεί περισσότερο το άνθος από το χρώμα, και έτσι τότε τα βάφουν.
    Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
    ※  μέσα 4ου πκε αιώνα, Επιγραφή από την Αττική, IG II² 1514. στ. 20-22 @epigraphy.packhum.org
    Γλυκέρα Ξανθίππ-
    ου γυνὴ χιτωνίσκον περιήγητον ἐκπλύτωι ἁλουρ[γ]-
    εῖ καὶ [τ]ριβώνια δύο·
    [ἀνέθηκε] […] η Γλυκέρα, του Ξάνθιππου η γυναίκα, μικρό χιτώνα με μπορντούρα, σε χρώμα ξεθωριασμένο, γνήσιας πορφύρας και δύο τριβώνια
    ※  4ος↑ αιώνας Ἀριστοτέλης, Περὶ χρωμάτων, 5 @scaife.perseus
    Τὰ μὲν γὰρ ἐξ ἀρχῆς, ὅταν βάπτοντες τὴν πορφύραν καθιῶσι τὰς αἱματίδας, ὄρφνιαι γίνονται καὶ μέλαιναι καὶ ἀεροειδεῖς· τοῦ δ ἄνθους συνεψηθέντος ἱκανῶς ἁλουργὲς γίνεται εὐανθὲς καὶ λαμπρόν.
    ※  1ος/2ος↓ αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Ἀλέξανδρος, 36.3
    αἴτιον δὲ τούτου φασὶν εἶναι τὸ τὴν βαφὴν διὰ μέλιτος γίνεσθαι τῶν ἁλουργῶν, δι᾽ ἐλαίου δὲ λευκοῦ τῶν λευκῶν· καὶ γὰρ τούτων τὸν ἴσον χρόνον ἐχόντων τὴν λαμπρότητα καθαρὰν καὶ στίλβουσαν ὁρᾶσθαι.
    Λένε ότι αυτό οφειλόταν στο ότι η βαφή των πορφυρών γινόταν με μέλι και λευκό λάδι από λευκάδια. Γιατί και αυτών η λαμπρότητα, αν και βρισκόταν εκεί τα ίδια σχεδόν χρόνια, φάνταζε καθαρή και στίλβουσα.
    Μετάφραση (2012), Α.Ι. Γιαγκόπουλος-Ζ.Ε. Μαλαθούνη, @greek‑language.gr

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]