ἄσφαλτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: άσφαλτος

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
ἄσφαλτος < ἀ- + αρχαία ελληνική σφάλλω, σφαλ- + -τος

Επίθετο

[επεξεργασία]

ἄσφαλτος

  1. που δε σφάλλει, άσφαλτος, αλάνθαστος
    ※  17ος αιώνας, Η Θυσία του Αβραάμ , ανωνύμου, θρησκευτικό δράμα, στίχ.663 (στίχοι 663-664) @georgakas.lit.auth.gr
    Ἡ ζυγαρὰ ἡ ἄσφαλτος, ὁποὺ τὰ δίκια κρίνει,
    πῶς εἶναι μπορετὸν ἐδὰ νὰ σφάλει καὶ νὰ κλίνει;
    Wim F. Bakker & Arnold F. van Gemert (επιμ.), Η Θυσία του Αβραάμ, κριτική έκδοση, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1996.
    ※  17ος αιώνας, Η Θυσία του Αβραάμ , ανωνύμου, θρησκευτικό δράμα, στίχ.943 (στίχοι 943-944) @georgakas.lit.auth.gr
    Χαρὰ σ’ ἐσένα, Ἀβραάμ, κι εἰς τ’ ἄσφαλτό σου ζάλο
    μὲ τὴν ἐμπιστοσύνη σου, ποὺ δὲν εὑρέθη εἰς ἄλλο.
    Wim F. Bakker & Arnold F. van Gemert (επιμ.), Η Θυσία του Αβραάμ, κριτική έκδοση, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1996.
  2. (για το θάνατο) βέβαιος, σίγουρος
    ※  15ος αιώνας, Μαρίνος Φαλιέρος, Ρίμα Παρηγορητική, (κατά τον κώδικα 1549 της Λαυρεντιανής Βιβλιοθήκης της Φλωρεντίας), στίχ. 41 (στίχοι 41-44) @ir.lib.uth.gr
    Λοιπόν αὐτοῦνο τ’ ἄχαρο καὶ τ’ ἄσφαλτο ταξίδι
    δὲν πρέπει τόσα δυνατὰ ἄθλητα νὰ μᾶς δίδῃ,
    τόσον καημὸν πρικότατον, πόνον καὶ ραθυμία,
    διατὶ δὲν ἔχου γλυτωμόν, οὐδὲ γιατρειὰ καμμία.

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
ἄσφαλτος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἄσφαλτος (ουσιαστικό)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἄσφαλτος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἄσφαλτος αἱ ἄσφαλτοι
      γενική τῆς ἀσφάλτου τῶν ἀσφάλτων
      δοτική τῇ ἀσφάλτ ταῖς ἀσφάλτοις
    αιτιατική τὴν ἄσφαλτον τὰς ἀσφάλτους
     κλητική ! ἄσφαλτε ἄσφαλτοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀσφάλτω
γεν-δοτ τοῖν  ἀσφάλτοιν
Και ως αρσενικό στον Γαληνό, με τις ίδιες καταλήξεις.
Επίσης, ως ουδέτερο τὸ ἄσφαλτον.
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἄσφαλτος, ήδη τον 5ο αιώνα < ἀ- + σφάλλω, σφαλ- + -τος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἄσφαλτος θηλυκόαρσενικό) (και σπάνια ουδέτερο: ἄσφαλτον)

  1. άσφαλτος
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, στη Βικιθήκη
    • 6 (Ἐρατώ), 119.2
      καὶ γὰρ ἄσφαλτον καὶ ἅλας καὶ ἔλαιον ἀρύσσονται ἐξ αὐτοῦ τρόπῳ τοιῷδε·
      δηλαδή αντλούν απ᾽ αυτό άσφαλτο και αλάτι και λάδι με τον εξής τρόπο·
      Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    • 1 (Κλειώ), 179.4
      οὗτος ὦν ὁ Ἲς ποταμὸς ἅμα τῷ ὕδατι θρόμβους ἀσφάλτου ἀναδιδοῖ πολλούς, ἔνθεν ἡ ἄσφαλτος ἐς τὸ ἐν Βαβυλῶνι τεῖχος ἐκομίσθη.
      Αυτός λοιπόν ο Ις, μαζί με το νερό, βγάζει στις πηγές του σβόλους από άσφαλτο· αποδώ μετέφεραν την άσφαλτο για το τείχος της Βαβυλώνας.
      Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  2. είδος πετρελαίου
  3. πίσσα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

θέμα σφαλτ- για την πίσσα

και όπως στο σφάλλω