ἐρατεινός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ερατεινός

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἐρατεινός ἐρατεινή τὸ ἐρατεινόν
      γενική τοῦ ἐρατεινοῦ τῆς ἐρατεινῆς τοῦ ἐρατεινοῦ
      δοτική τῷ ἐρατειν τῇ ἐρατειν τῷ ἐρατειν
    αιτιατική τὸν ἐρατεινόν τὴν ἐρατεινήν τὸ ἐρατεινόν
     κλητική ! ἐρατεινέ ἐρατεινή ἐρατεινόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἐρατεινοί αἱ ἐρατειναί τὰ ἐρατεινᾰ́
      γενική τῶν ἐρατεινῶν τῶν ἐρατεινῶν τῶν ἐρατεινῶν
      δοτική τοῖς ἐρατεινοῖς ταῖς ἐρατειναῖς τοῖς ἐρατεινοῖς
    αιτιατική τοὺς ἐρατεινούς τὰς ἐρατεινᾱ́ς τὰ ἐρατεινᾰ́
     κλητική ! ἐρατεινοί ἐρατειναί ἐρατεινᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐρατεινώ τὼ ἐρατεινᾱ́ τὼ ἐρατεινώ
      γεν-δοτ τοῖν ἐρατεινοῖν τοῖν ἐρατειναῖν τοῖν ἐρατεινοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐρατεινός < ἐρατ(ός) + -εινός (σχηματισμός σε -εινός όπως τα επίθετα ἀλγεινός, ποθεινός) [1]

Επίθετο[επεξεργασία]

ἐρατεινός, -ή, -όν

  1. εράσμιος, γοητευτικός, πρόσχαρος, ευχάριστος
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 21 (Φ. Μάχη παραποτάμιος.), στίχ. 218 (218-220)
    πλήθει γὰρ δή μοι νεκύων ἐρατεινὰ ῥέεθρα, | οὐδέ τί πῃ δύναμαι προχέειν ῥόον εἰς ἅλα δῖαν | στεινόμενος νεκύεσσι, σὺ δὲ κτείνεις ἀϊδήλως.
    ότι νεκρούς εγέμισαν τα πρόσχαρά μου ρείθρα, | και δεν μ᾽ αφήνουν οι νεκροί το ρεύμα να προχύνω | στην θείαν θάλασσαν και συ τρομακτικά φονεύεις.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  7ος↑ αιώνας Ἡσίοδος, Θεογονία, 136
    Φοίβην τε χρυσοστέφανον Τηθύν τ᾽ ἐρατεινήν.
    τη χρυσοστέφανη τη Φοίβη και την εράσμια Τηθύ.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
  2. αγαπητός, χαριτωμένος
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 13 (13-14)
    ἐπεὶ δὴ τὸ πρῶτον ἐγείνατο παῖδ᾽ ἐρατεινήν, | Ἑρμιόνην, ἣ εἶδος ἔχε χρυσέης Ἀφροδίτης.
    αφότου πρωτογέννησε χαριτωμένη θυγατέρα | την Ερμιόνη, ωραία στην όψη, σαν χρυσή Αφροδίτη.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. s.v.- ἔραμαι σελ. 449 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.

Πηγές[επεξεργασία]