Freund
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Freund | die | Freunde |
γενική | des | Freunds Freundes |
der | Freunde |
δοτική | dem | Freund Freunde |
den | Freunden |
αιτιατική | den | Freund | die | Freunde |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Freund < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική vriunt < παλαιά άνω γερμανική friunt [1] < πρωτογερμανική *frijōnd- [2] (βλ. αγγλική friend, ολλανδική vriend, σουηδική frände)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Freund (de) αρσενικό (θηλυκό : Freundin)
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- der beste Freund des Menschen : ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου, ο σκύλος
- fester Freund : σύντροφος με τον οποίον υπάρχει σταθερή σχέση, κυριολεκτικά: σταθερός φίλος
Παροιμίες[επεξεργασία]
- wer solche Freunde hat, braucht keine Feinde : αν έχεις τέτοιους φίλους, τι τους θέλεις τους εχθρούς
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
Freund στη γερμανική Βικιπαίδεια
[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά αρσενικά (γερμανικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά άνω γερμανικά (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (γερμανικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γερμανικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γερμανικά)
- Γερμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γερμανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)