Freund

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Freund die Freunde
γενική des Freunds
Freundes
der Freunde
δοτική dem Freund
Freunde
den Freunden
αιτιατική den Freund die Freunde

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Freund < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική vriunt < παλαιά άνω γερμανική friunt [1] < πρωτογερμανική *frijōnd- [2] (βλ. αγγλική friend, ολλανδική vriend, σουηδική frände)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fʁɔɪ̯nt/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Freund (de) αρσενικό (θηλυκό : Freundin)

  1. ο φίλος
    Gestern Abend, war ich mit meinen Freunden ins Kino gegangen.
    Χθες το βράδυ, βγήκα με τους φίλους μου για ταινία.
     συνώνυμα: Kamerad, Kumpel
     αντώνυμα: Feind, Gegner
  2. ο ερωτικός σύντροφος, το αγόρι, ο γκόμενος
    Ich bin seit fast zwei Monaten mit meinem Freund zusammen.
    Βγαίνω με το αγόρι μου σχεδόν δυο μήνες.
     συνώνυμα: Geliebter, Liebender
  3. οπαδός, φαν
     συνώνυμα: Anhänger, Fan

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • der beste Freund des Menschen : ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου, ο σκύλος
  • fester Freund : σύντροφος με τον οποίον υπάρχει σταθερή σχέση, κυριολεκτικά: σταθερός φίλος

Παροιμίες[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • Freund στη γερμανική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γερμανική Βικιπαίδεια

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Freund - Duden online.
  2. Freund - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).