διακριτικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διακριτικότητα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διακριτικότης, από την αιατιατική «τήν διακριτικότητα» < αρχαία ελληνική διακριτικός < διακρίνω < διά + κρίνω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ði̯a.kɾi.tiˈko.ti.ta/ & /ðʝa.kɾi.tiˈko.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐κρι‐τι‐κό‐τη‐τα
- παρώνυμο: διακριτότητα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διακριτικότητα θηλυκό
- η ιδιαίτερη προσοχή και λεπτότητα στις ενέργειες και τη συμπεριφορά κάποιου, ώστε να μην παραβιάσει την ιδιωτική ζωή των άλλων, να μην προσβάλλει τις ευαισθησίες τους και γενικότερα να μην τους ενοχλήσει
- ※ Άμα αρχίσαμε τα εντελώς προσωπικά η Νίνα, από διακριτικότητα, σηκώθηκε να φύγει. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
- ≈ συνώνυμα: τακτ
- ≠ αντώνυμα: αδιακρισία
- η ιδιαίτερη προσοχή στις ενέργειες κάποιου, ώστε να μην κάνει εμφανή την παρουσία του
- η ιδιότητα αυτού που δεν είναι έντονος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διακριτικότητα
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]διακριτικότητα θηλυκό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)