καλαμπόκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καλαμπόκι τα καλαμπόκια
      γενική του καλαμποκιού των καλαμποκιών
    αιτιατική το καλαμπόκι τα καλαμπόκια
     κλητική καλαμπόκι καλαμπόκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καλαμπόκι < αλβανική kallamboq / kallamoq < kallam / kallame < νέα ελληνική καλάμι (αντιδάνειο) < ελληνιστική κοινή καλάμιον < αρχαία ελληνική κάλαμος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.lamˈbo.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐λα‐μπό‐κι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καλαμπόκι ουδέτερο

  1. (φυτό) ετήσιο φυτό, που κανονικά φτάνει μέχρι 3 μέτρα· έχει μακρά στενά πράσινα φύλλα και καλλιεργείται για τους κίτρινους εδώδιμους κόκκους του που δημιουργούν σειρές σε κυλινδρικό σχήμα
     συνώνυμα: αραβόσιτος
  2. οι κίτρινοι κόκκοι που παράγονται από το παραπάνω φυτό
  3. (τρόφιμο) το αλεύρι που παράγεται απ’ τους παραπάνω κόκκους
     συνώνυμα: καλαμποκάλευρο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]