αριστερά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.ɾi.steˈɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ρι‐στε‐ρά

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
αριστερά < αριστερ(ός) +

Επίρρημα

[επεξεργασία]

αριστερά (τοπικό επίρρημα)

  • σε αριστερή θέση ως προς τον παρατηρητή
    ⮡  πήγαινε ίσια και μετά στρίψε αριστερά

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η αριστερά
      γενική της αριστεράς
    αιτιατική την αριστερά
     κλητική αριστερά
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
αριστερά < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αριστερά θηλυκό, μόνο στον ενικό και Αριστερά

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

αριστερά

  1. (λόγιο) ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του αριστερός λόγια μορφή του αριστερή
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αριστερό, ουδέτερο του αριστερός