*ph₂tḗr
(Ανακατεύθυνση από phtḗr)
Πρωτοϊνδοευρωπαϊκή γλώσσα (ine-pro)
[επεξεργασία](επ)ανασυντεθειμένος υποθετικός τύπος πρωτογλώσσας όπως προκύπτει από την έως τώρα έρευνα της ιστορικοσυγκριτικής γλωσσολογίας - μπροστά από τον τύπο σημειώνεται πάντα ένας αστερίσκος - |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- *ph₂tḗr < ίσως: *peh₂- (προστατεύω) + *-tḗr
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]*ph₂tḗr αρσενικό
Απόγονοι
[επεξεργασία]
|
|
|