φλεγμονή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 23: | Γραμμή 23: | ||
* [[φλογίζω]] |
* [[φλογίζω]] |
||
* [[φλογισμένος]] |
* [[φλογισμένος]] |
||
* [[φλόγιστρο |
* [[φλόγιστρο]] |
||
===={{βλέπε}}==== |
===={{βλέπε}}==== |
Αναθεώρηση της 12:17, 31 Μαΐου 2016
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φλεγμονή < αρχαία ελληνική φλεγμονή (οίδημα, πρήξιμο, φλόγωση, οργή) < φλέγμα
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
φλεγμονή θηλυκό
- η τοπική αντίδραση του οργανισμού στην μόλυνση από παθογόνους μικροοργανισμούς, η οποία εκδηλώνεται με τοπικό οίδημα, πόνο, κοκκίνισμα και, πιθανόν, πυρετό
Συγγενικά
- φλέγμα
- φλεγμαίνω
- φλεγματικός
- φλεγματώδης
- φλεγμονικός
- φλεγμονώδης
- φλέγω
- φλόγα
- φλογέρα
- φλογερά
- φλογερός
- φλογίζω
- φλογισμένος
- φλόγιστρο
Δείτε επίσης
- φλεγμονή στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
φλεγμονή