φλεγμονή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ διαγραφή των interwikis |
|||
Γραμμή 76: | Γραμμή 76: | ||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[en:φλεγμονή]] |
|||
[[fi:φλεγμονή]] |
|||
[[pl:φλεγμονή]] |
Αναθεώρηση της 17:52, 26 Μαΐου 2017
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φλεγμονή < αρχαία ελληνική φλεγμονή (οίδημα, πρήξιμο, φλόγωση, οργή) < φλέγμα
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
φλεγμονή θηλυκό
- η τοπική αντίδραση του οργανισμού στην μόλυνση από παθογόνους μικροοργανισμούς, η οποία εκδηλώνεται με τοπικό οίδημα, πόνο, κοκκίνισμα και, πιθανόν, πυρετό
Συγγενικά
- φλέγμα
- φλεγμαίνω
- φλεγματικός
- φλεγματώδης
- φλεγμονικός
- φλεγμονώδης
- φλέγω
- φλόγα
- φλογέρα
- φλογερά
- φλογερός
- φλογίζω
- φλογισμένος
- φλόγιστρο
Δείτε επίσης
- φλεγμονή στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
φλεγμονή