ετερόκλιτος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
ΕΤΥ+ref. // ΟΡΙΣΜ + ετερόκλιτος+ref
Γραμμή 3: Γραμμή 3:
{{el-κλίσ-'όμορφος'}}
{{el-κλίσ-'όμορφος'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λόγ}} < {{κλη|grc-koi|el|ἑτερόκλιτος}}, {{σμσδ|de|el|Heteroklit}} < [[ἑτερόκλιτος]]<ref>{{Β:ΛΚΝ|ετερόκλ|ετερόκλτιος}}</ref>
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ελνστ}} [[ἑτερόκλιτος]] ({{σμσδ}} {{ετυμ de}} [[Heteroklit]])


==={{προφορά}}===
==={{προφορά}}===
{{ΔΦΑ|ɛ.tɛ.ˈɾɔ.kli.tɔs|γλ=el}}
{{ΔΦΑ|ɛ.tɛˈɾɔ.kli.tɔs|γλ=el}}
: {{ομώνυμα}}: [[ετερόκλητος]]

===={{ομώνυμα}}====
* [[ετερόκλητος]]


==={{επίθετο|el}}===
==={{επίθετο|el}}===
'''{{PAGENAME}}, -η, -ο'''
'''{{PAGENAME}}, -η, -ο'''
#{{γλωσσ}} {{γραμμ}} που κάποιοι τύποι του κλίνονται σύμφωνα με άλλη [[κλίση]]
# ({{γλωσσ|0=-}}, {{γραμμ|0=-}}) που κάποιοι τύποι του κλίνονται σύμφωνα με άλλη [[κλίση]]
#: ''Η λέξη [[πῦρ]] είναι '''ετερόκλιτη''': ο ενικός κλίνεται κατά την τρίτη κλίση και ο πληθυντικός κατά την δεύτερη''
#: ''Η λέξη [[πῦρ]] είναι '''ετερόκλιτη''': ο ενικός κλίνεται κατά την τρίτη κλίση και ο πληθυντικός κατά την δεύτερη''
#{{ουσ}} [[ετερόκλιτο]]
#{{ουσ}} [[ετερόκλιτο]]
# [[ετερόκλητος]] (''ετυμολογικά ενημερωμένη γραφή'')<ref>{{Β:Μπαμπινιώτης 2002}}</ref><ref>Για το ετερόκλιτος-ετερόκλητος, δείτε την [[ετερόκλητος|Ετυμολογία στο ετερόκλητος]]</ref>


===={{βλέπε}}====
===={{βλέπε}}====
Γραμμή 66: Γραμμή 65:
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} -->
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}

==={{αναφορές}}===
<references/>


{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 15:09, 13 Ιουνίου 2019

Δείτε επίσης: ἑτερόκλιτος

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ετερόκλιτος η ετερόκλιτη το ετερόκλιτο
      γενική του ετερόκλιτου της ετερόκλιτης του ετερόκλιτου
    αιτιατική τον ετερόκλιτο την ετερόκλιτη το ετερόκλιτο
     κλητική ετερόκλιτε ετερόκλιτη ετερόκλιτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ετερόκλιτοι οι ετερόκλιτες τα ετερόκλιτα
      γενική των ετερόκλιτων των ετερόκλιτων των ετερόκλιτων
    αιτιατική τους ετερόκλιτους τις ετερόκλιτες τα ετερόκλιτα
     κλητική ετερόκλιτοι ετερόκλιτες ετερόκλιτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ετερόκλιτος < Πρότυπο:λόγ < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἑτερόκλιτος, (σημασιολογικό δάνειο) γερμανική Heteroklit < ἑτερόκλιτος[1]

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ομώνυμα / Ομόηχα: ετερόκλητος

Επίθετο

ετερόκλιτος, -η, -ο

  1. (Πρότυπο:γλωσσ, Πρότυπο:γραμμ) που κάποιοι τύποι του κλίνονται σύμφωνα με άλλη κλίση
    Η λέξη πῦρ είναι ετερόκλιτη: ο ενικός κλίνεται κατά την τρίτη κλίση και ο πληθυντικός κατά την δεύτερη
  2. (ουσιαστικοποιημένο) ετερόκλιτο
  3. ετερόκλητος (ετυμολογικά ενημερωμένη γραφή)[2][3]

Δείτε επίσης

Μεταφράσεις

Αναφορές