άμεστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άμεστος η άμεστη το άμεστο
      γενική του άμεστου της άμεστης του άμεστου
    αιτιατική τον άμεστο την άμεστη το άμεστο
     κλητική άμεστε άμεστη άμεστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άμεστοι οι άμεστες τα άμεστα
      γενική των άμεστων των άμεστων των άμεστων
    αιτιατική τους άμεστους τις άμεστες τα άμεστα
     κλητική άμεστοι άμεστες άμεστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άμεστος < μεσαιωνική ελληνική ἄμεστος < αρχαία ελληνική μεστός

Επίθετο[επεξεργασία]

άμεστος, -η, -ο

  1. (σχετικός με καρπούς) που δεν έχει μεστώσει
     συνώνυμα: αγίνωτος, άγουρος, αμέστωτος
     αντώνυμα: γινωμένος, μεστός, μεστωμένος, ώριμος
  2. (σχετικός με πρόσωπα) που δεν έχει ωριμάσει στον σωματικό ή πνευματικό τομέα
     συνώνυμα: ανώριμος
     αντώνυμα: μεστωμένος, ώριμος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]