απαράμιλλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απαράμιλλος < μεσαιωνική ελληνική ἀπαράμιλλος < αρχαία ελληνική ἀ- + αρχαία ελληνική παράμιλλος < παρά + ἅμιλλα
Επίθετο[επεξεργασία]
απαράμιλλος
- εξαιρετικός, ασύγκριτος, που ξεπερνάει κάθε τι ανάλογο σε μέγεθος ή μεγαλείο ή ομορφιά κ.λπ.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απαράμιλλος
|