απελαύνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀπελαύνω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απελαύνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπελαύνω < ἀπό + ἐλαύνω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.peˈlav.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πε‐λαύ‐νω

Ρήμα[επεξεργασία]

απελαύνω, αόρ.: απέλασα, παθ.φωνή: απελαύνομαι, μτχ.π.ε.: απελαυνόμενος, π.αόρ.: απελάθηκα

  1. διώχνω κάποιον αλλοδαπό από μία χώρα για διάφορους λόγους (ασφαλείας, παρανομίας κ.λπ.)
  2. (κατ’ επέκταση) εξορίζω, εκτοπίζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]