αρμόδιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αρμόδιος | η | αρμόδια | το | αρμόδιο |
γενική | του | αρμόδιου | της | αρμόδιας | του | αρμόδιου |
αιτιατική | τον | αρμόδιο | την | αρμόδια | το | αρμόδιο |
κλητική | αρμόδιε | αρμόδια | αρμόδιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αρμόδιοι | οι | αρμόδιες | τα | αρμόδια |
γενική | των | αρμόδιων | των | αρμόδιων | των | αρμόδιων |
αιτιατική | τους | αρμόδιους | τις | αρμόδιες | τα | αρμόδια |
κλητική | αρμόδιοι | αρμόδιες | αρμόδια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αρμόδιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἁρμόδιος[1] < ἁρμόζω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aɾˈmo.ði.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐μό‐δι‐ος
Επίθετο
[επεξεργασία]αρμόδιος
- που έχει επίσημα αναλάβει έναν τομέα, μια ευθύνη, μια υπηρεσία
- ↪ Για την έκδοση διαβατηρίου απευθυνθείτε παρακαλώ στο αρμόδιο γραφείο. Εμείς εδώ ασχολούμαστε με τις ταυτότητες.
- (ως ουσιαστικό)
- ↪ για τα παράπονά σας απευθυνθείτε στους αρμοδίους
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αρμόδιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Σελίδες για μορφοποίηση
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'θαυμάσιος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)