αρμόδιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται να μορφοποιηθούν όπως συνηθίζεται στο Βικιλεξικό,
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες.

Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού.

Για μορφοποίηση: Να χωρίσουν επίθετο-ουσιαστικό, να ενημερωθούν πρότυπα. User:Sarri.greek 21:43, 25 Οκτωβρίου 2020 (UTC).


Δείτε επίσης: ἁρμόδιος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρμόδιος η αρμόδια το αρμόδιο
      γενική του αρμόδιου της αρμόδιας του αρμόδιου
    αιτιατική τον αρμόδιο την αρμόδια το αρμόδιο
     κλητική αρμόδιε αρμόδια αρμόδιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρμόδιοι οι αρμόδιες τα αρμόδια
      γενική των αρμόδιων των αρμόδιων των αρμόδιων
    αιτιατική τους αρμόδιους τις αρμόδιες τα αρμόδια
     κλητική αρμόδιοι αρμόδιες αρμόδια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αρμόδιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἁρμόδιος[1] < ἁρμόζω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aɾˈmo.ði.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρ‐μό‐δι‐ος

Επίθετο

[επεξεργασία]

αρμόδιος

  1. που έχει επίσημα αναλάβει έναν τομέα, μια ευθύνη, μια υπηρεσία
    Για την έκδοση διαβατηρίου απευθυνθείτε παρακαλώ στο αρμόδιο γραφείο. Εμείς εδώ ασχολούμαστε με τις ταυτότητες.
    • (ως ουσιαστικό)
      για τα παράπονά σας απευθυνθείτε στους αρμοδίους

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]