αστροναύτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αστροναύτης < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική astronaute < αρχαία ελληνική ἄστρον + ναύτης (< ναῦς)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.stɾoˈna.ftis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐στρο‐ναύ‐της
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αστροναύτης αρσενικό (θηλυκό αστροναύτισσα)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αστροναυτική
- αστροναυτικός
- αστροναύτισσα
- βιοαστροναυτική
- → δείτε τις λέξεις άστρο και ναύτης
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αστροναύτης
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)