γυναικεῖος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γυναικεῖος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γυναικεῖος < γυνή, γυναικ- + -εῖος
- Από τον 9ο αιώνα, και γυναίκειος
Επίθετο
[επεξεργασία]γυναικεῖος
- ο σχετικός με τη γυναίκα
- άλλες μορφές: γυναίκειος
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις γυναίκα και γυνή
Πηγές
[επεξεργασία]- γυναικειος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | γυναικεῖος | ἡ | γυναικείᾱ & γυναικεῖος |
τὸ | γυναικεῖον |
γενική | τοῦ | γυναικείου | τῆς | γυναικείᾱς & γυναικείου |
τοῦ | γυναικείου |
δοτική | τῷ | γυναικείῳ | τῇ | γυναικείᾳ & γυναικείῳ |
τῷ | γυναικείῳ |
αιτιατική | τὸν | γυναικεῖον | τὴν | γυναικείᾱν & γυναικεῖον |
τὸ | γυναικεῖον |
κλητική ὦ! | γυναικεῖε | γυναικείᾱ & γυναικεῖε |
γυναικεῖον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | γυναικεῖοι | αἱ | γυναικεῖαι & γυναικεῖοι |
τὰ | γυναικεῖᾰ |
γενική | τῶν | γυναικείων | τῶν | γυναικείων & γυναικείων |
τῶν | γυναικείων |
δοτική | τοῖς | γυναικείοις | ταῖς | γυναικείαις & γυναικείοις |
τοῖς | γυναικείοις |
αιτιατική | τοὺς | γυναικείους | τὰς | γυναικείᾱς & γυναικείους |
τὰ | γυναικεῖᾰ |
κλητική ὦ! | γυναικεῖοι | γυναικεῖαι & γυναικεῖοι |
γυναικεῖᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γυναικείω | τὼ | γυναικείᾱ & γυναικείω |
τὼ | γυναικείω |
γεν-δοτ | τοῖν | γυναικείοιν | τοῖν | γυναικείαιν & γυναικείοιν |
τοῖν | γυναικείοιν |
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος. | ||||||
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «γυναικεῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γυναικεῖος, α, ον & -ος, -ος, -ον
- ο σχετικός με τη γυναίκα
- ⮡ γυναικεῖαι βουλαί
- ⮡ γυναικεῖος ἰατρός (ο γυναικολόγος της εποχής)
- ⮡ γυναικεῖος κόλπος (το αιδοίο)
- ασθένεια σχετική με τα γεννητικά όργανα της γυναίκας
- ⮡ γυναικεῖος ῥοῦς (ίσως λευκόρροια)
- ασήμαντος, ανόητος
- ⮡ γυναικεία και σμικρὰ διάνοια
- θηλυπρεπής
- ⮡ γυναικεῖα δράματα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Σημειώσεις
[επεξεργασία]- ἡ γυνακεία: γυναικωνίτης
- τὰ γυναικεῖα: η έμμηνος ρύση
Πηγές
[επεξεργασία]- γυναικεῖος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γυναικεῖος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -εῖος (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Επίθετα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'δίκαιος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'γυναικεῖος' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπερισπώμενες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -εῖος (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)