διηλεκτρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διηλεκτρικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: diélectrique (διά + ηλεκτρικός)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði.i.lek.tɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐η‐λεκ‐τρι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
διηλεκτρικός, -ή, -ό
- (φυσική) που έχει μικρή ηλεκτρική αγωγιμότητα, που είναι κακός αγωγός του ηλεκτρισμού, που συμπεριφέρεται ως μονωτής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διηλεκτρικός